- σύνεδρος
- ο, η / σύνεδρος, -ον, ΝΑως ουσ. μέλος συνεδρίουνεοελλ.1. τακτικός δικαστής2. στον πληθ. οι σύνεδροιονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείαςαρχ.1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων καὶ Κροίσου εἴρετο», Ηρόδ.)β) (για πτηνά) i) αυτός που κάθεται μαζί με άλλονii) (κατ' επέκτ.) φιλικός («[πτηνὰ] σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα», Αριστοτ.)2. εκλεκτός επίτροπος ή αντιπρόσωπος3. στον πληθ. (κατὰ τη δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία) οι αντιπρόσωποι σε συνέλευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. ἔφ-εδρος, πρό-εδρος].
Dictionary of Greek. 2013.